Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ: Η ΘΑΝΑΤΟΓΡΑΜΜΕΝΗ


ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ:
Ελένη Παπαδάκη: Η θανατογραμμένη

[…] Η εκτέλεσή της τον Δεκέμβριο του 1944 την οδήγησε στον άλλο κόσμο των φρικτών προαισθήσεών της. Στον εδώ κόσμο άφησε την μνήμη μιας μεγάλης Τέχνης και μας κληροδότησε το βάρος μιας ασήκωτης ενοχής. Εθνικής ενοχής στην κυριολεξία. Γιατί ένας λαός που μπορεί να δολοφονεί την Τέχνη του, είναι ένας λαός που του ταιριάζει η μοίρα της τραγωδίας. Αυτή η ενοχή δεν θα μας βάραινε ομαδικά, αν ο θάνατος της Ελληνίδας ηθοποιού ήταν απλώς μια ειδεχθής πτυχή των παθημάτων της εμφύλιας διαμάχης. Αν ήταν δηλαδή κάτι ανάλογο με την εκτέλεση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στην Ισπανία. Ήταν όμως κάτι άλλο, πιο ολέθριο.
Την Παπαδάκη την είχε από καιρό καταδικάσει σε θάνατο, το πανάρχαιο εθνικό μας ελάττωμα, ο Φθόνος. Ο δαίμονας της κληρονομικής μας Άτης, ο Αλάστορας, ο γονιός της ελληνικής διχόνοιας. Το ελάττωμά της, που τρέφει τις ωχρές σάρκες του με δηλητήριο, με χολή, με λάσπη, με αίμα. Που δεν αφήνει τίποτα που ν’ αξίζει, χωρίς να το λερώσει, χωρίς να το φαρμακώσει, χωρίς να το σκοτώσει. Έτσι ήμασταν πάντα και φαίνεται ότι δεν έχουμε σκοπό ν’ αλλάξουμε. Και οι μεν εκτελεστές της Παπαδάκη καταδικάσθηκαν εις θάνατο από την παράταξη στην οποία ανήκαν, που έγκαιρα, αποφασιστικά και παραδειγματικά συνειδητοποίησε το μέγεθος του εγκλήματος ως μέγεθος ηθικής ευθύνης. Όμως, ο πραγματικός αυτουργός, ο Φθόνος, έμεινε όπως πάντα, απλήρωτος, ατιμώρητος να συνεχίζει το έργο του στον τόπο μας.
Πολλοί νέοι, ηθοποιοί κυρίως, με ερωτούν συχνά, όταν το φέρνει ο λόγος, τι ήταν αυτό το φευγαλέο φωτεινό μετέωρο που πέρασε από το θέατρό μας και που σπεύσαμε πρόωρα να το σβήσουνε στα 36 του χρόνια. Ποια ήταν η Ελένη Παπαδάκη και τι ήταν εκείνο που συνιστούσε τον αναντίρρητο θρύλο της; Δεν έχω τι να πω. Δεν πρόλαβα την Τέχνη της σε σχετικά υπεύθυνη ηλικία. Ό,τι ξέρω το ξέρω από τους δικούς μου, που ήταν οικογενειακοί φίλοι και θαυμαστές της και από τα μεταγενέστερα διαβάσματα που έκανα στους διθυράμβους που της αφιέρωνε η τότε κριτική. Ξέρω πως ήταν μια αρχοντική ψυχή, μια αθώα ύπαρξη, μια καλλιεργημένη φύση, μια ευαίσθητη καρδιά, ένα ασκημένο και προβληματισμένο πνεύμα, με σπάνια μόρφωση και κυρίως ένα τάλαντο υπερευλογημένο από την μοίρα. Και ξέρω ακόμα πως η ευγένεια και η Παπαδάκη ήταν πράγματα συνώνυμα.
Η πρώτη προσωπική μου γνωριμία περιορίζεται σε μια παιδική εντύπωση που παραμένει μέσα μου επίμονα ανέπαφη. Δεν θα είχα πάει ακόμη δημοτικό σχολείο, όταν πρωτόδα τον Παπαδάκη στον ρόλο της Δυσδαιμόνας, σε μια παράσταση τιμητική του Περικλή Γαβριηλίδη στον σαιξπηρικό «Οθέλλο» με Ιάγο τον Βεάκη. Ήταν περίπου μια επανάληψη προγενέστερης παράστασης του Εθνικού Θεάτρου με Οθέλλο τον Βεάκη, Ιάγο τον Γληνό και Δυσδαιμόνα την ίδια. Από το έργο είχε μείνει στην παιδική μου μνήμη ανεξάλειπτα εντυπωμένη από τότε η μεγάλη σκηνή, η καπιτάλε σκηνή του θανάτου της Δυσδαιμόνας. Στο σημείο αυτό ανακαλώ την παράσταση έως την παραμικρή λεπτομέρεια. Φορούσε ένα μακρύ νυχτικό, άσπρο ήταν, καθόταν με την ευγένεια του σώματός της στην άκρη της κλίνης και ήταν ολόκληρη όλο… μάτια και χέρια. Κάτι αδύνατα χέρια με σπάνια δάχτυλα και κάτι μεγάλα μαύρα μάτια που καταργούσαν το βάρος του κορμιού. Ακριβώς όπως στην βυζαντινή μας ζωγραφική. Θυμάμαι την ανατριχιαστική στιχομυθία με τον Οθέλλο πριν την σκοτώσει. Και μετά την αναπαράσταση του θανάτου. Έκανε δυο στροφές στο σώμα του ο άσπρος κύκνος της τραγωδίας και έπεσε σαν φτερό στα τρία σκαλοπάτια του σκηνικού με την πλάτη και το κεφάλι ανάστροφα προς τους θεατές. Δεν ήμουνα σε θέση να καταλάβω τίποτα από την ερμηνεία. Μόνο ένιωθα ένα χέρι να μου πνίγει το λαιμό σαν νόημα του ήθους της Δυσδαιμόνας. Δεν λυπόμουνα την θανατογραμμένη ηρωίδα. Λυπόμουνα τον Οθέλλο, τον μαύρο δήμιο του έρωτα που εξοντώθηκε μέσα στην παγίδα της αθωότητάς της. Και από τότε ίσως κατάλαβα πόσο κοφτερό χρώμα είναι το λευκό και τι μαχαίρι αμείλικτο η αθωότητα. Αργότερα, όταν στο σχολείο πρωτάκουσα το τραγούδι του Μενούση, έφερα στο νου τον θάνατο της Δυσδαιμόνας.
Η μοίρα θέλησε να επαληθεύσει στην Παπαδάκη το όραμα του δικού της, του αποκλειστικού της θανάτου. Μόνο που αυτουργός πια δεν ήταν το μαύρο πάθος της ερωτικής ζήλειας, αλλά ένα πολύ κοινό, πολύ αισχρό και πολύ αναγνωρίσιμο πάθος, μεταμφιεσμένο όπως πάντα σε Ιστορία. Γιατί όμως αυτός ο φθόνος; Γιατί; Ίσως, διότι όταν δεν μπορούμε να φτάσουμε κάποιον, τον γκρεμίζουμε για να μη μας τυραννάει η σύγκριση με το ύψος του. Και το ύψος ήταν κάτι αναντίρρητα δεδομένο για την Παπαδάκη. Της ταίριαζε. […]
Καθημερινή 15.1.1984
ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ...

Έριχ Κέστνερ: Ο Γερμανός αξιωματικός που συνόδευε την Ελένη Παπαδάκη Ο Κέστνερ στο Άγιον Όρος κατά την Κατοχή Το μυστήριο γι...