Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ


Γιώργος Λεονταρίτης:

Η αλήθεια για την τραγωδία
της Ελένης Παπαδάκη



Χαρακτηριστική περίπτωση της κομμουνιστικής αυθαιρεσίας και του κλίματος που επικρατούσε κατά τα «Δεκεμβριανά», είναι η φοβερή τραγωδία της Ελένης Παπαδάκη, Φυσικά, δεν είναι μοναδική αυτή η περίπτωση. Χιλιάδες αθώα θύματα βρήκαν τραγικό τέλος κάτω από τις πλέον φρικτές συνθήκες. Επειδή όμως η κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου μας, υπήρξε πρόσωπο γνωστό και αγαπητό στην ελληνική κοινωνία, η ιστορία της ερευνήθηκε, κατεγράφησαν μαρτυρίες, και αφηγήσεις που συνθέτουν το εφιαλτικό σκηνικό της κομμουνιστικής «λαοκρατίας». Το πλήρες «χρονικόν της φρίκης» των Δεκεμβριανών του 1944, δεν έχει βρει ακόμη τον συγγραφέα του.
Μια σαφή εικόνα παρέχει όμως, η έκθεσις του προϊσταμένου της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Αθηνών Ιωάννη Λουκόπουλου, ο οποίος με επίσημα στοιχεία, έφερε στο φως το μέγεθος της σφαγής των εθνικοφρόνων Ελλήνων από τους εκτελεστές του ΚΚΕ και της ΟΠΛΑ. Φενεός, Πάρνων, Παρνασσός, Τουρκοβούνια, Φιλοπάππου, Χωματερή, Περιστέρι και πολλές άλλες περιοχές, απετέλεσαν τα μακάβρια πεδία δράσεως της κομμουνιστικής θηριωδίας.
Μάταια το ΚΚΕ προσπάθησε αργότερα να αμβλύνει τις δυσμενείς εντυπώσεις από τον τρόπο της κυριαρχίας του, όταν είχε την δύναμη στα χέρια του. Ισχυρίσθηκε, ότι στις γραμμές του εισεχώρησαν προβοκάτορες και πράκτορες της ...Ιντέλιτζενς Σέρβις, οι οποίοι είχαν στόχο να ...δυσφημίσουν το «λαϊκό κίνημα»! Τέτοιες χονδροειδείς «δικαιολογίες» εκθέτουν περισσότερο την κομμουνιστική ηγεσία. Το χειρότερο όμως είναι, ότι το ΚΚΕ δεν θέλησε ποτέ να παραδεχθεί την αλυσίδα των πολιτικών λαθών που διέπραξε. Η εν γένει πολιτική και τακτική του, μόνο συμφορές προκάλεσαν στον τόπο. Μέχρι σήμερα, το ΚΚΕ παραμένει αμετανόητο. Δυστυχώς, μεταπολιτευτικά, η τότε κυβερνώσα πολιτική δύναμις εκφραζομένη από τον Κων. Καραμανλή, του έδωσε «άφεση αμαρτιών» και το νομιμοποίησε άνευ όρων.
Ας επανέλθουμε όμως στην περίπτωση της Ελένης Παπαδάκη. Η τελευταία πράξη του δράματος είχε αρχίσει νωρίτερα από τα «Δεκεμβριανά». Αμέσως μετά την Απελευθέρωση, το ΚΚΕ συμπεριφερόταν ως να εξέφραζε την πλειοψηφία του λαού και είχε εξαπολύσει την τρομοκρατία του. Το κλίμα αυτό, επεκράτησε και στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ). Καλλιτέχνες κατευθυνόμενοι από το Κομμουνιστικόν Κόμμα είχαν αναλάβει τα ηνία του σωματείου και κατηύθυναν τις τύχες του. Αυτοί αποφάσιζαν για την μοίρα των συναδέλφων τους. Όσοι δεν ανήκαν στο «Κόμμα» εχαρακτηρίζοντο «φασίστες» ή «συνεργάτες των Γερμανών».
Αυθαίρετες διαγραφές έγιναν με τέτοιες κατηγορίες. Κορυφαίοι καλλιτέχνες, όπως η Μαρία Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Χρυσούλα και ο Μήτσος Μυράτ, η Κατερίνα Ανδρεάδη, η Ελένη Παπαδάκη, η Βάσω Μανωλίδου, ο Θόδωρος και η Μαίρη Αρώνη, ο Νίκος Δενδραμής, ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ο Δημήτρης Χορν, ο Χρήστος Ευθυμίου και πολλοί άλλοι, είχαν χαρακτηρισθεί «Δεξιοί» και εδέχοντο δριμεία πολεμική. Πολλές γυναίκες του θεάτρου, μισούσαν την Παπαδάκη, διότι δεν μπόρεσαν ποτέ να την επισκιάσουν. Μέσα στο κλίμα της «λαοκρατίας» βρήκαν την ευκαιρία που ήθελαν για να την συκοφαντήσουν και να επιδιώξουν την εξόντωσή της, καλλιτεχνική και φυσική. Σε μιαν ατμόσφαιρα πάθους και παροξυσμού, όπου οι αυτοδικίες αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, οι αριστεροί ηθοποιοί έβαλαν στο στόχαστρο και την Παπαδάκη.
Στις 20 Οκτωβρίου 1944, το αριστερό διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΗ, συνεδρίασε πραξικοπηματικά στα γραφεία του στην οδό Σατωβριάνδου 52α. Θέμα της ημερησίας διατάξεως, ήταν: «Πρόταση διαγραφής Ελλήνων ηθοποιών που πρόδωσαν τον ιερό Εθνικό Eλληνικό αγώνα». Το θέμα δεν απέδιδε την πραγματικότητα. Δεν επρόκειτο να «δικαστούν» άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές, αλλά εκείνοι που ήσαν αντικομμουνιστές. Δυστυχώς σ’ αυτήν την παρωδία «δίκης», συνέπραξαν γνωστά ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου, που ανήκαν ή είχαν παρασυρθεί από το ΚΚΕ. Αναφερόμαστε και σ’ εκείνους που είχαν παρασυρθεί, διότι στην μετέπειτα πορεία τους, ουδέποτε ανεμίχθησαν πλέον στην πολιτική, πολύ περισσότερο διέκοψαν τους δεσμούς τους με την άκρα Αριστερά, και προσπάθησαν να λησμονηθεί το θλιβερό κομματικό παρελθόν τους.
Ένας από το Συμβούλιο του ΣΕΗ ήταν Δεξιός, ο Δημήτρης Καρδαμίτσης, ο οποίος μετά από μεγάλη προσπάθεια και επιμονή κατάφερε να γίνει δεκτή η προσθήκη, ότι: «Οι διαγραφέντες έχουν το δικαίωμα να προσβάλλουν σε Γενική Συνέλευση την απόφαση της διαγραφής των». Ο άλλος Δεξιός του Συμβουλίου, ο Ηλίας Θεοδώρου, δεν δέχθηκε να πάρει μέρος σ’ αυτήν την παρωδία, παραιτήθηκε, και ήταν αυτός που στις επόμενες αρχαιρεσίες – τέλη Νοεμβρίου 1944 – συνέβαλε σημαντικά στην επικράτηση του δεξιού ψηφοδελτίου. Η κομμουνιστική διοίκηση του ΣΕΗ, με πρόεδρο τον Σπύρο Πατρίκιο, διέγραψε την Παπαδάκη. Πληγωμένη και πικραμένη για τον άδικο διασυρμό της, η μεγάλη καλλιτέχνις μάταια προσπαθούσε να βρει το δίκιο της. Ζητούσε να της προσκομίσουν στοιχεία της «προδοσίας» της. Άδικος κόπος, αφού τίποτε τεκμηριωμένο δεν μπορούσαν να βρουν οι κατήγοροί της.
Αχαλίνωτη συκοφαντία, λάσπη και βούρκος ήταν τα μέσα που εχρησιμοποίησαν όσοι μισούσαν την Ελένη Παπαδάκη, και σκοπίμως αποφεύγουμε να αναφερθούμε σε ονόματα γνωστά, η μνεία των οποίων θα προκαλούσε θλίψη, απογοήτευση και οργή. Ο Δημήτρης Χορν, ο Γιώργος Παππάς και ο Ανδρέας Φιλιππίδης, προσπάθησαν να πείσουν την Παπαδάκη να παρουσιασθεί στην συνέλευση του ΣΕΗ και να αντιμετωπίσει τους συκοφάντες της. Εκείνη όμως δεν πίστευε ότι θα την άκουγαν. Ανέμενε καρτερικά να περάσουν οι μέρες της γενικής αναστατώσεως και να καταλαγιάσουν τα πάθη.
Όταν την 3η Δεκεμβρίου 1944 το ΚΚΕ εξαπέλυσε τις ορδές του για να καταλάβει βιαίως την εξουσία, κανείς πλέον δεν ήταν σίγουρος εάν θα ζούσε την επομένη. Οι κάτοικοι του τέρματος Πατησίων, ήσαν αποκομμένοι από το κέντρον της πόλεως, όπου είχαν ξεσπάσει οι πρώτες μάχες. Εκεί, στην οδό Ιακωβίδου 28 βρισκόταν η διώροφη μονοκατοικία της οικογενείας Παπαδάκη. Δίπλα ακριβώς, επί της οδού Ηλία Ζερβού 72, ήταν το σπίτι της φίλης της ηθοποιού, Αιμιλίας Καραβία. Στην οδό Ιακωβίδου 35 έμενε μια άλλη φίλη της καλλιτέχνιδος, η Μπούμπα Κοριζή, μετέπειτα κυρία Παν. Παπαληγούρα. Συχνά οι γνωστοί της μεγάλης τραγωδού, την συμβούλευαν να καταφύγει στην «ελεύθερη ζώνη» του Κολωνακίου, διότι κινδύνευε. Ατάραχη άκουγε τις παραινέσεις:
–Μα, γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο; Ας με πιάσουν και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξ άλλου, όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω τα πράγματα στη θέση τους...
Τα θλιβερά εκείνα βράδια, μαζεύονταν μερικοί φίλοι στο σπίτι του Δημήτρη Μυράτ για να παίξουν χαρτιά και να περάσει η ώρα. Εκεί συνέβη το κακό.
Επικεφαλής της Πολιτοφυλακής Πατησίων, ήταν ο «Καπετάν» Ορέστης (καμμιά σχέση με τον Καπετάν Ορέστη-Ανδρέα Μούντριχα του ΕΛΑΣ). Αυτός έδωσε την διαταγή να συλληφθεί η Παπαδάκη, «φιλενάδα του κατοχικού Πρωθυπουργού Ιω. Ράλλη» και «κατηγορουμένη» μετά την «δίκη» του Σωματείου Ηθοποιών.
Αυτός ο περιβόητος Ορέστης, ήταν περίπου 23 ετών, φύση εγκληματική, διεφθαρμένος και γυναικάς. Ένα απόβρασμα της κοινωνίας που του είχαν δώσει εξουσία. Αυτός ο «λαϊκός αγωνιστής», ό,τι τιμαλφή έβρισκε επάνω στους μελλοθανάτους, τα μάζευε και τα κρατούσε για τον εαυτό του, κι ύστερα έστελνε τα θύματά του στα Διυλιστήρια της Ούλεν στο Γαλάτσι για να εκτελεσθούν με τον πιο σαδιστικό τρόπο. Εκπρόσωπος του «Κόμματος» για την σύλληψη της ηθοποιού, ορίστηκε ο τότε φοιτητής της Ιατρικής Κων. Μπιλιράκης, ο οποίος έμενε στην ίδια γειτονιά. Πήρε μαζί του δύο πολιτοφύλακες από την βίλλα Παπαλεονάρδου, όπου στεγαζόταν η «αστυνομία» του ΚΚΕ και ανεζήτησε την Παπαδάκη. Σύντομα την ενετόπισαν στο σπίτι του πρωταγωνιστού του Θεάτρου Δημήτρη Μυράτ, όπου ήσαν μαζεμένοι πολλοί φίλοι και έπαιζαν χαρτιά. Ο Μπιλιράκης με το περίστροφο στο χέρι, όρμησε στο σαλόνι φωνάζοντας άγρια:
–Την Ελένη Παπαδάκη! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους. Μπρος, πάμε στην πολιτοφυλακή...
Η φασαρία και οι φωνές έφθασαν μέχρι τον πρώτο όροφο του σπιτιού, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένες οι γυναίκες, κι ετοιμάζονταν να κατέβουν να δουν τι συμβαίνει. Μόλις αντελήφθησαν ότι είχε φθάσει η πολιτοφυλακή, η Χρυσούλα Μυράτ υπέδειξε στην Παπαδάκη να πηδήξει από το πίσω παράθυρο και να φύγει. Εκείνη διετήρησε την ψυχραιμία της.
–Γιατί να φύγω; Θα πάω να δω τι με θέλουν.
Τα όργανα της πολιτοφυλακής στο μεταξύ έβγαζαν τους άλλους στον δρόμο με βρισιές και απειλές. Και τότε άνοιξε η εσωτερική πόρτα και εμφανίσθηκε η ηθοποιός.
–Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη. Τι θέλετε;
Ο Μπιλιράκης γύρισε ξαφνιασμένος. Για ένα κάτι του δευτερολέπτου, έμεινε άναυδος. Ύστερα είπε:
–Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση.
Ο Μυράτ βλέποντας την ταραχή που επικρατούσε και τις φωνές, πλησίασε τον Μπιλιράκη.
–Μην κάνεις έτσι. Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουμε όλοι.
Καθώς ανηφόριζαν την οδό Ιακωβίδου, σε μια στιγμή ο Μπιλιράκης σταμάτησε.
–Εσείς φύγετε, είπε στους άλλους.
Έμειναν μόνο η Παπαδάκη, η φίλη της Αιμιλία Καραβία, ο Σαμ Μπράντενμπουργκ, Εβραίος φίλος της Ελένης, και ο Μυράτ. Η ομάδα σταμάτησε στην οδό Πατησίων 314, όπου στεγάζονταν τα γραφεία του ΕΑΜ. Ο Μπιλιράκης άφησε τους άλλους να περιμένουν στον προθάλαμο, κι εκείνος μπήκε μέσα σ’ ένα γραφείο για να δώσει αναφορά στους ανωτέρους του. Ξαναφάνηκε σ’ ένα τέταρτο, και διέταξε τους άλλους να τον ακολουθήσουν στην πολιτοφυλακή. Ο Μυράτ κουβέντιασε με κάποιους γνωστούς του Ελασίτες, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι την Ελένη την ήθελαν μόνο για μιαν «ανάκριση». Στη γωνία Ροστάν και Πατησίων, ο Μυράτ τούς σταμάτησε λέγοντας:
–Εγώ δεν χρειάζομαι πλέον, ούτε εσείς με χρειάζεσθε, και σας αφήνω.
Ο Μπιλιράκης δεν έφερε αντίρρηση. Πριν απομακρυνθεί ο Μυράτ, πλησίασε την Καραβία.
–Καλό είναι να μην πας κι εσύ στην πολιτοφυλακή. Τι τα θες τι τα γυρεύεις...
Η Αιμιλία τον κοίταξε με έκπληξη:
–Απορώ πώς μπορείς να διανοηθείς ότι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη την Ελένη μια τέτοια στιγμή...
Στην πολιτοφυλακή, ο Μπιλιράκης παρέδωσε τους κρατουμένους σε άλλους «συντρόφους» κι έφυγε. Περίμεναν αρκετή ώρα. Κάποιος πολιτοφύλακας πλησίασε και είπε στην Καραβία, ότι έπρεπε να φύγει.
–Μπορεί να ξανάρθεις αύριο να φέρεις φαγητό στην κρατουμένη.
Στο μεταξύ, οι Ελασίτες είχαν πάει στο σπίτι της Παπαδάκη και έκαναν έρευνα για ...όπλα! Η μητέρα της και η Καραβία τούς ρώτησαν για ποιον λόγο έπιασαν την Ελένη, η οποία δεν είχε βλάψει ποτέ κανέναν, κι αυτό μπορούσαν να το βεβαιώσουν οι συνάδελφοί της. Τότε ο επικεφαλής Ελασίτης τούς είπε χαμογελώντας ειρωνικά:
–Μα, οι συνάδελφοί της, οι ηθοποιοί την κατέδωσαν!
Η Καραβία παρετήρησε, ότι μπορεί μεταξύ αυτών να υπήρχαν και μερικοί που την αντιπαθούσαν και την συκοφαντούσαν. Ο άλλος σήκωσε τους ώμους κι επέμεινε:
–Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε!
Η Καραβία είχε αφηγηθεί ότι κατά την επιστροφή της στην πολιτοφυλακή, προσπάθησε να πείσει κάποιον που φαινόταν επικεφαλής να την αφήσει να δει την φίλη της. Κι όταν τον ρώτησε, ποιος ήταν, εκείνος απάντησε:
–Ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης!
Τελικά έδωσε εντολή να κατεβεί η Παπαδάκη από τον επάνω όροφο. Η Καραβία έδωσε στην ηθοποιό μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δυο αυγά, βιταμίνες κι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για να διαβάζει τις ώρες που θα βρισκόταν φυλακισμένη. Ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε την φίλη της.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν οδήγησαν την ηθοποιό στο χωλ που χρησίμευε για «ανακριτικό γραφείο». Μια συγκρατούμενη, η κυρία Χριστοδουλοπούλου, άκουσε τον διάλογο που ακολούθησε.
Ο «ανακριτής» ρωτούσε ειρωνικά:
–Πού είναι η κυρία Ράλλη;
Είχε μπροστά του ένα φυλλάδιο που έγραφε ότι η Παπαδάκη είχε παντρευτεί τον ...Ιωάννη Ράλλη.
–Πότε έκαμες τους γάμους σου;
Έκπληκτη εκείνη, άργησε λίγο ν’ απαντήσει.
–Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον Ράλλη.
–Άσ’ τα αυτά. Να τι λέει το φυλλάδιο...
–Αν ήταν έτσι, θα φοβόμουνα, δεν θα είχα μείνει εδώ, θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Κι άλλωστε ο Ράλλης έχει νέα και όμορφη γυναίκα.
Ο «ανακριτής», ένας Τάκης καρβουνιάρης, οργίστηκε. Σηκώθηκε και την χαστούκισε.
Τραγικές σκηνές εκτυλίσσονταν στην βίλλα Παπαλεονάρδου, απ’ όπου έπαιρναν αθώους ανθρώπους για να τους οδηγήσουν στον τόπο των εκτελέσεων. Η Ελένη παρακολουθούσε παγωμένη το δράμα και προσπαθούσε να δώσει θάρρος στις γυναίκες που βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο κρατούμενες.
Με μια μαύρη «Φορντ» μετέφεραν ένα παγωμένο πρωινό την μεγάλη καλλιτέχνιδα στα διυλιστήρια της Ούλεν. Γενικός δερβέναγας εκεί, ήταν ο περιβόητος «καπετάν» Ορέστης, και άλλοι δήμιοι: Ο «φρούραρχος» της περιοχής Ιω. Κουκούτσης, ο Πέτρος Τζογανάκης, ο Στέφανος Λιόλιος, ο Βλάσης Μακαρώνας, μπακάλης από τους Ποδαράδες, και άλλα καθάρματα. Ο Ορέστης έπαιρνε από τα θύματα δαχτυλίδια, κοσμήματα, χρήματα, ρολόγια για να κάνει δώρα στις ερωμένες του. Ο Δημ. Μυράτ έγραφε σ’ ένα βιβλίο του για τις σκοτεινές εκείνες ημέρες:
«Σαν ήρθε ο καπετάν Ορέστης, άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά του οι κρατούμενοι. Όπως μάθαμε στη δίκη [εννοεί την δίκη των εκτελεστών που συνελήφθησαν λίγους μήνες αργότερα] πέρασε η Ελένη, ο καπετάνιος τής πήρε τα δαχτυλίδια, και την ξαπόστειλε για την ομηρία. Όταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι, τη θυμήθηκε: “Πώς είπε αυτή πως τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδικάσανε στο σωματείο Ηθοποιών;” Κι έδωσε τη διαταγή του θανάτου...».
Στο υπέροχο λεύκωμα του Πολύβιου Μαρσάν για την μεγάλη καλλιτέχνιδα, περιγράφεται το τραγικό τέλος της:
«Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεσή της με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο, και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της, την οποία παρέλαβε ο Ορέστης, και όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα, αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σ’ έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς, την έσυραν κοντά σε ανοιγμένον λάκκο, κι εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της, και τελικά καθίζοντάς την χάμω, τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δυο σφαίρες στον αυχένα...».
Μάλλον όμως τα πράγματα ήσαν ακόμα χειρότερα. Αργότερα, στην δίκη του, ο Μακαρώνας προσπαθώντας να ελαφρύνει τη θέση του, είπε:
–Δεν την σκότωσα με τσεκούρι ή μαχαίρι, αλλά την πυροβόλησα. Μάλιστα γι’ αυτό, με κατηγόρησε ο καπετάν Ορέστης, ότι σαμποτάρω το έργο του ΕΛΑΣ!
Όμως τα λόγια του τα διέψευσε το ίδιο το πτώμα. Είχε μαχαιριά στον λαιμό και τσεκουριές στο σώμα. Κι ήταν ακόμα τα χέρια της δύστυχης, γαντζωμένα στα μαλλιά της σε μια προσπάθεια να προφυλάξει – ίσως – το κεφάλι της. Τέλος τα μάτια – αυτά τα ονειρεμένα μάτια – ήταν ορθάνοιχτα και καθρέφτιζαν όλη τη φρίκη που είχε νοιώσει η μεγάλη του Θεάτρου μας...
Γράφει ο Πολύβιος Μαρσάν, ότι μετά από ένα μήνα, όταν οι Κομμουνιστές πλέον είχαν χάσει το παιχνίδι, «ο προϊστάμενος του Β’ Νεκροταφείου στα Πατήσια, Γελαδάκης, ειδοποίησε τον Σαμ Μπράντενμπουργκ, ότι κατά την εκταφή των πτωμάτων, που είχε αρχίσει στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, “κάτι” τον ενδιέφερε. Ο Σαμ. οδηγούμενος από τον Γελαδάκη, πιστοποίησε αυτή του την ανακάλυψη: σωστό ράκος, ανεγνώρισε την Ελένη, που ήταν σε κοινό όρυγμα με τρεις-τέσσερις άλλους. Ειδοποίησε αμέσως τους στενούς συγγενείς, και όλοι μαζί, ανάμεσά τους και ο Μιχάλης με την Αιμιλία – η Τεό δεν άντεξε να πάει – συντετριμμένοι, μαζεύτηκαν στον τόπο του εγκλήματος. Σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα, σε μικρή απόσταση από τα οικήματα, ήταν ο λάκκος που βρέθηκε η Ελένη. Με μια κομπινεζόν ανασηκωμένη γύρω από το θώρακα, με ζαρτιέρες ζωσμένες στη μέση, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μια σφαίρα στον αυχένα με διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα, είχε δώσει τέλος στο μαρτύριό της. Το σώμα έφερε πολλές κακώσεις, και η ιατροδικαστική εξέταση έγινε από τον καθηγητή Γεωργιάδη και άλλους συναδέλφους του, όπως τον Καψάσκη, τον Ψιμάρα και τον Λουκόπουλο. Η βοηθός του Γεωργιάδη, Μαρία Παπαβασιλείου, θυμόταν: “Έχω δει πολλά, ως εκ του επαγγέλματός μου. Αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση, δεν έχω ξαναδεί...”...».

ΠΩΣ ΕΝΤΟΠΙΣΘΗΚΕ Ο ΜΑΚΑΡΩΝΑΣ

Ο απαίσιος δήμιος Βλάσης Μακαρώνας εντοπίσθηκε από ένα τυχαίο γεγονός. Ο συνταξιούχος αστυνομικός Νικολετσόπουλος είχε αφηγηθεί το περιστατικό:
Λίγες ημέρες μετά την καταστολή του κινήματος – στις αρχές του Ιανουαρίου 1945 – ένας αστυφύλακας του τμήματος Κυψέλης, συνάντησε στον δρόμο μια γνωστή του γυναίκα, κι άρχισαν να συζητούν τα τραγικά γεγονότα του Δεκεμβρίου. Σε μια στιγμή, εκείνη του είπε:
–Πιάνετε όλους, εκτός από αυτούς που πρέπει!
–Τι εννοείς; ρώτησε με απορία ο αστυφύλακας.
–Να, ένας γείτονάς μου, Γιάννη Κατεβέλη τον λένε, ήρθε προχθές στο σπίτι του με τρία πουλόβερ. Λένε πως είναι από αυτά που έπαιρναν απ’ τους καημένους που εκτελούσαν.
Θυμόταν ο Νικολετσόπουλος:
«Το γεγονός μού το ανέφερε ο αστυφύλακας, κι αμέσως διέταξα να πιάσουν τον Κατεβέλη. Τον έφεραν μαζί με τα πουλόβερ. Την στιγμή που τον οδηγούσαν στο γραφείο μου, ήταν παρών κι ένας αστυφύλακας, ο Γιάννης Κατσαμπέκης, που μόλις είδε ένα από τα πουλόβερ, έβγαλε μια φωνή φρίκης:
–Αυτό το πουλόβερ είναι του αδελφού μου!..».
Ο υπαστυνόμος Νικολετσόπουλος τους απομόνωσε αμέσως όλους, και διέταξε να φέρουν τη γυναίκα και την αδελφή του συναδέλφου του, Κατσαμπέκη. Όταν ήλθαν, τους μιλούσε έχοντας πάνω στο γραφείο του το πουλόβερ. Το αναγνώρισαν και οι δύο. Ανέφερε το περιστατικό στον προϊστάμενό του αστυνόμο Χριστοδουλόπουλο, κι εκείνος τον διέταξε να συνεχίσει τις ανακρίσεις. Δέκα ημέρες χρειάστηκαν για να αποφασίσει να ομολογήσει ο Κατεβέλης, ο οποίος αφηγήθηκε τα ακόλουθα:
«Ήταν 16 αστυνομικοί και τους εξετέλεσαν 200 μέτρα από τα διυλιστήρια. Τους πήγαιναν έναν-έναν μπροστά στον μεγάλο λάκκο που είχαν ανοίξει. Εκεί τους έβαλαν να γδυθούν, κι ύστερα τους έλεγαν να βγάλουν και τα παπούτσια τους. Την ώρα που έσκυβαν για να τα βγάλουν, ο Τζογανάκης τούς χτυπούσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μ’ ένα τσεκούρι. Στη συνέχεια, κάποιος Μπάμπης που είχε έρθει από άλλη περιοχή, τους έκοβε τον λαιμό μ’ ένα μαχαίρι (αυτός ο Μπάμπης έμεινε ασύλληπτος)...».
Το τραγικό ήταν, ότι στους 14 που είχε χτυπήσει με το τσεκούρι, ο Τζογανάκης λερώθηκε με αίματα. Τότε πέταξε το τσεκούρι στα πόδια του άλλου εκτελεστή, του Στ. Λιόλιου, λέγοντας:
–Ουφ! Κουράστηκα. Σκότωσε κι εσύ κανέναν!
Θυμόταν ο υπαστυνόμος Νικολετσόπουλος: «Αυτοί οι δύο εκτελεστές κάθονταν στην Νέα Ιωνία. Τηλεφωνήσαμε στην εκεί Χωροφυλακή αν τους ήξεραν. Η θεία δικαιοσύνη είχε επέμβει. Οι Τζογανάκης και Λιόλιος βρίσκονταν κρατούμενοι στο τμήμα. Τους είχαν συλλάβει για ένα μικρό παράπτωμα και επρόκειτο να τους απολύσουν. Ευτυχώς προλάβαμε. Μας τους έστειλαν αμέσως με συνοδεία. Αναγκάστηκαν να μιλήσουν και για τους άλλους, κι έτσι βάλαμε στο χέρι και τον Μακαρώνα, που σκότωσε την Παπαδάκη. Ο Τζογανάκης ήταν μπροστά και στη δική της εκτέλεση...».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ
Περιοδικό "Τότε", τεύχος 27, Σεπτέμβριος 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ...

Έριχ Κέστνερ: Ο Γερμανός αξιωματικός που συνόδευε την Ελένη Παπαδάκη Ο Κέστνερ στο Άγιον Όρος κατά την Κατοχή Το μυστήριο γι...