Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Η ΠΕΠΗ ΡΑΓΚΟΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ


Πέπη Ραγκούση

ΜΝΗΜΕΣ
Ο δεύτερος θάνατος
της Ελένης Παπαδάκη


«Είμαι ...θοποιός!». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που είπε η Ελένη Παπαδάκη επί «σκηνής». Κι ας ήταν η σκηνή το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας του πατρικού σπιτιού της πάνω στο οποίο είχε ανεβεί, και «θεατές» οι άδειες καρέκλες που η ίδια είχε τοποθετήσει απέναντι, στη σειρά. Θα ήταν δεν θα ήταν έξη ετών τότε, είχε γεννηθεί στις 4 Νοεμβρίου του 1903. Αν και μεγάλωσε σε ένα μεγαλοαστικό και πνευματικό περιβάλλον – ο κωνσταντινουπολίτης παππούς της ήταν φιλόλογος, ο πατέρας της τμηματάρχης στην Ιονική Τράπεζα και η μητέρα της νοικοκυρά μεν αλλά άνθρωπος των τεχνών και των γραμμάτων – όταν σε ηλικία 21 ετών, το 1924, ανακοίνωσε στην οικογένειά της την επίσημη πλέον απόφασή της να γίνει ηθοποιός , ο πατέρας της έπαθε καρδιακή προσβολή. Οι δικοί της θα έπρεπε να το περιμένουν βέβαια. Στην εφηβεία της ισορροπούσε ανάμεσα στον ατίθασο χαρακτήρα της, την τόλμη και την αντισυμβατικότητά της αλλά και την αγάπη της για το διάβασμα και τη μουσική. Παράλληλα με το σχολείο, διδάχθηκε γερμανικά και μελέτησε σε βάθος τη γερμανική φιλολογία και ποίηση, γαλλικά και αρχαία ελληνικά ως ακροάτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε πιάνο και τραγούδι στο Ελληνικό Ωδείο της Φειδίου και εκεί έκανε και τις πρώτες ερασιτεχνικές εμφανίσεις στη σκηνή.
Το φθινόπωρο του 1924, ο Σπύρος Μελάς συγκροτεί με μαθητές του από το Ελληνικό Ωδείο και το Ωδείο Αθηνών το «Θέατρον Εληνικού Ωδείου» και τον Μάρτιο του 1925 ανεβάζουν τη «Σαλώμη» του Οσκαρ Ουάιλντ. Είναι η πρώτη επαγγελματική εμφάνιση της Ελένης Παπαδάκη στον ρόλο της Ηρωδάιδας. Και παρότι δεύτερος ρόλος, οι κριτικοί της εποχής έγραψαν ότι κατόρθωσε να τον αναδείξει σε πρώτο. Δεν χρειαζόταν παρά μια μόνο εμφάνισή της την επόμενη σεζόν – έπαιξε την προγονή στο «Εξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο στο ανοιχτό θέατρο Αθήναιον της Πατησίων- για να καθιερωθεί ως πρωταγωνίστρια. Λέγεται, μεταξύ αλήθειας και θρύλου, ότι τον μονόλογό της τον άκουγε ο αδελφός της από το σπίτι τους στην Ιπποκράτους. Στα επόμενα χρόνια, το άστρο της απογειώθηκε. Μπορούσε να παίξει τα πάντα, από κλασικό ρεπερτόριο έως σύγχρονη κωμωδία και μπουλβάρ και από ρόλους ενζενί έως γεροτοκόρης. Μάλιστα το 1931 έκανε τη μοναδική της εμφάνιση στον κινηματογράφο, στην βουβή ταινία «Στέλλα Βιολάντη». Ωστόσο η καριέρα της μπήκε σε άλλη τροχιά όταν, το 1930, ιδρύθηκε το Εθνικό Θέατρο με εναρκτήρια παράσταση, το 1932, τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Εκεί όμως, μαζί με τον θρίαμβο και τις ερμηνείες των μεγάλων ρόλων, έρχεται αντιμέτωπη και με έναν ακήρυχτο πόλεμο. Που τον αντιλήφθηκε από τον πρώτο κιόλας χρόνο. 
Η αλήθεια είναι ότι η Ελένη Παπαδάκη υπήρξε μια γυναίκα έξω από τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής της. Δοσμένη στην τέχνη της δεν την ενδιέφερε να καλλιεργήσει κοινωνικές συμπάθειες. Ανυπότακτη σε κανόνες και κλισέ, τολμηρή και ριψοκίνδυνη, ήταν από τις πρώτες ελληνίδες που οδηγούσαν αυτοκίνητο, μια γκρίζα Νας. Φορούσε παντελόνια, κυκλοφορούσε στον δρόμο με τον σκύλο της, έκανε μόνη της εκδρομές, φωτογραφιζόταν με μαγιό, μαύριζε πολύ το καλοκαίρι και περνούσε κολυμπώντας από τον Γαλατά στον Πόρο. Δεν έφευγε από το σπίτι χωρίς ένα βιβλίο στην τσάντα της και διάβαζε ακόμη και όταν περίμενε να της φέρουν την παραγγελία της στα εστιατόρια στα οποία επίσης πολύ συχνά πήγαινε μόνη της. Ενώ η απουσία επίσημου ερωτικού συντρόφου από τη ζωή της προκαλούσε κουτσομπολιά περί αμφισεξουαλικότητας. 
Η μοναχικότητά της, τα τείχη που ύψωνε γύρω της για να περιφρουρήσει την ιδιωτικότητά της, η σπουδαία μόρφωσή της, ο διονυσιακός χαρακτήρας της σε συνδυασμό με τις απολλώνιες θεατρικές ερμηνείες της, δημιουργούσαν αντιπάθειες στον σκληρά ανταγωνιστικό επαγγελματικό της περιβάλλον. Η επιστήθια φίλη της Αιμίλια Καραβία, η πρώτη ελληνίδα δημοσιογράφος, έλεγε ότι αυτός ήταν ο τρόπος για να αμυνθεί στην ασχήμια και τη φτήνια που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Στον χώρο του θεάτρου όμως τότε – ίσως και τώρα - δεν χρησίμευαν τόσο οι φιλίες όσο οι συμμαχίες. Οπως γράφει ο Πολύβιος Μαρσάν στην εμπεριστατωμένη βιογραφία της, ο Μινωτής και η Παξινού ήταν αυτοί που επηρέαζαν τα μέλη της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού – υπό τον Φώτο Πολίτη και τον Γρυπάρη – ώστε να αρχίσει ένας συστηματικός παραγκωνισμός της. Η ίδια δεν ήταν διεκδικητική και αν κάτι βοήθησε στο να «αφοπλιστούν» οι εις βάρος της ίντριγκες και να επανέλθει στους μεγάλους ρόλους που θέλησαν να τις στερήσουν, ήταν τα δημοσιεύματα των κριτικών και το χειροκρότημα του κοινού. «Τα ντοκουμέντα υπάρχουν, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν» έλεγε ο Μάριος Πλωρίτης πριν χρόνια στο τηλεοπτικό «Παρασκήνιο».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 αρχίζει η πιο δημιουργική και ώριμη περίοδος της εικοσάχρονης καριέρας της. Από ένα σημείο και μετά όμως, συμπίπτει με την Κατοχή και την Αντίσταση. Μια εποχή που καλλιεργεί την καχυποψία και οι συμπεριφορές των ανθρώπων ερμηνεύονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Την Παπαδάκη δεν την ενδιέφερε η πολιτική. Στις σημειώσεις της μάλιστα, πολλές από αυτές γραμμένες στις μοναχικές πορείες με το αυτοκίνητό της στην ελληνική περιφέρεια, σπάραζε από την φτώχια που έβλεπε, αγαναχτούσε με την αδικία «κάποιοι να μην έχουν τίποτα και κάποιοι άλλοι τα πάντα». 
Στην Κατοχή άρχισε και η αμφιλεγόμενη σχέση της με τον εγκάθετο πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη. Την θρυαλλίδα που οδήγησε σε ο,τι ακολούθησε. Σύμφωνα με τον Μάνο Ελευθερίου, (που αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ερευνητικής του δουλειάς στην Ελένη Παπαδάκη και στα χέρια του πέρασε, τελικά το αρχείο της ηθοποιού, του αδελφού της και του Μαρσάν) αυτό που τους έφερε κοντά ήταν τα κοινά πνευματικά τους ενδιαφέροντα και η γερμανική κουλτούρα της ηθοποιού – μιλούσε τα γερμανικά σαν μητρική της γλώσσα. Και κατά ομολογία όλων εκμεταλλεύτηκε την πρόσβασή της στην εξουσία για να γλιτώσει πολλούς από τη φυλακή και το απόσπασμα. Τα κουτσομπολιά όμως την κατηγορούσαν για ερωτική σχέση με τον Ράλλη και οι λίγοι στενοί φίλοι της την προειδοποιούσαν ότι αυτές οι ευεργεσίες της δεν θα αναγνωρίζονταν μετά την Κατοχή, ότι θα τις χρησιμοποιούσαν εις βάρος της. «Ας καταφέρω εγώ να σώσω έναν άνθρωπο και άσε τον κόσμο να λέει. Τι σημασία έχουν τα κουτσομπολιά και οι συκοφαντίες μπροστά στη ζωή ενός ανθρώπου» ήταν η απάντησή της. 
Στο περιβάλλον του θεάτρου είχε, ούτως ή άλλως, περισσότερες αντιπάθειες παρά συμπάθειες. Κυρίως από επαγγελματική ή ταξική ζήλεια και κάποιες από ιδεολογικές παρωπίδες. Στην παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη «για την Ελένη» που βασίσθηκε εξ ολοκλήρου στο αρχείο του Μάνου Ελευθερίου, η Μαρία Κίτσου ως Ελένη Παπαδάκη αναφέρεται στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, τον τελευταίο ρόλο της ζωής της και σε «...εκείνα τα δύο κορίτσια από τον χορό – Αλέκα, Ασπασία, δεν θυμάμαι – που λιποθυμούσαν κάθε βράδυ στην παράσταση, λίγο πριν τον μονόλογό μου, από την πείνα. Πάντα στο ίδιο σημείο. Λες και το στομάχι τους είχε χρονοδιακόπτη. Περίεργο πράγμα το θέατρο. Παίζεις κακά, σε βρίζουν. Παίζεις καλά, λιποθυμάνε». «Στην «Εκάβη» τράνταξε το θέατρο» έλεγε ο Πλωρίτης. «Που θα φτάσεις μετά την “Εκάβη“;» της είπε ο Σικελιανός. Εφτασε στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ όπου την σκότωσαν. 
Η στοχοποίησή της εκτραχύνθηκε μετά την εκτέλεση από τους Γερμανούς της μοδίστρας του Εθνικού Θεάτρου Βάσως Αργυριάδη. Την είχαν συλλάβει και θα την εκτελούσαν αν δεν κατέδιδε τους δυο της γιούς. Η Παπαδάκη δεν κατάφερε να αποτρέψει την εκτέλεση. Στην κηδεία «εκείνο το κορίτσι που λιποθυμούσε στην Εκάβη» την κατηγόρησε ότι μπορούσε αλλά δεν ήθελε να βοηθήσει. (Δεκαετίες αργότερα, απόγονος της Αργυριάδη διαβεβαίωσε με ντοκουμέντα στον Ελευθερίου ότι η Παπαδάκη είχε εκλιπαρήσει για τη σωτηρία της Βάσως όχι μόνο τον Ράλλη αλλά και τον Δήμαρχο της Αθήνας και τον διοικητή της Μέρλιν). Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας συνεδριάζει πραξικοπηματικά το Συμβούλιο των Ηθοποιών που αποφασίζει την διαγραφή, ως συνεργατών των Γερμανών, 15 μελών του. Στις επόμενες συνεδριάσεις υψώνονται κραυγές που, χωρίς κανένα στοιχείο περί δωσιλογισμού, ζητάνε το αίμα της Παπαδάκη. Τότε ακούστηκε το «Θάνατος στην πουτάνα». Η ίδια, με τη βοήθεια του Θεοδωρίδη, συζύγου της Κυβέλης, παρακολούθησε αυτήν τη συνεδρίαση από ένα σημείο που δεν την έβλεπαν. Η διαγραφή της μεταβιβάστηκε αμέσως στην Πολιτοφυλακή των Πατησίων που ήταν η γειτονιά της. Στο πνεύμα εκείνων των ημερών η εντολή ήταν ξεκάθαρη : «Σκοτώστε την!». Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου έχει μπει στην τελευταία ευθεία.
Το απομεσήμερο της 21ηςΔεκεμβρίου 1944, η Ελένη Παπαδάκη, λες και είχε κάποιο προαίσθημα, επιμελήθηκε ιδιαιτέρως την εμφάνισή της και πήγε με την Καραβία στο σπίτι του Δημήτρη Μυράτ να παίξει χαρτιά. Εμενε τότε στην οδό Ιακωβίδου, στα Πατήσια, μία περιοχή που έλεγχε ο ΕΛΑΣ και παρόλο που την είχαν προειδοποιήσει – ακόμη και με ανώνυμο γράμμα – να απομακρυνθεί, εκείνη, θεωρώντας ότι η αθωότητά της είναι αυταπόδεικτη, παρέμεινε. Πολύτιμες λεπτομέρειες για τα γεγονότα εκείνης της ημέρας έδωσε αργότερα στον Μαρσάν η Μπούμπα, τότε Κορυζή, μετέπειτα Παπαληγούρα, που ήταν γειτόνισσα. Στις 5 το απόγευμα ΕΑΜίτες εισβάλουν στο σπίτι, την συλλαμβάνουν και την οδηγούν στη βάση του ΕΑΜ, στην Πατησίων. (Κατά τον Μαρσάν και τον Ελευθερίου, ο Μυράτ που ήταν στέλεχος του ΕΑΜ, θα μπορούσε να την υπερασπιστεί πιο ενεργά αλλά πώς να αξιολογήσεις τις ευθύνες των ανθρώπων σε μια εποχή που τα όρια είχαν χαθεί στο αίμα). Λίγο πριν τα μεσάνυχτα τη μεταφέρουν στο απέναντι κτήριο της Πολιτοφυλακής όπου επικεφαλής είναι ο 22χρονος «Ορέστης». Είναι αυτός που χωρίς εικονική καν δίκη τη σκοτώνει αργότερα στην ΟΥΛΕΝ. (Ενας Ορέστης την σκότωνε και ως Κλυταιμνήστρα σε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της καριέρας της). Αυτή είναι η αυλαία σε μια συναρπαστική ζωή μόλις 41 χρόνων. Μια φωτογραφία με παγωμένη την έκφραση του θανάτου στο πρόσωπο της μεγάλης ηθοποιού και ανυπεράσπιστο κορμί ακόμη και από την δεκεμβριάτικη παγωνιά αφού την είχαν αφήσει μόνο με το κομπινεζόν. Τρεις μέρες μετά ο «Ορέστης» εκτελείται από τους συντρόφους με την κατηγορία ότι αντί να παραδίδει τα τιμαλφή των συλληφθέντων στο Κόμμα, τα κρατούσε για τον εαυτό του (Πολλά χρόνια αργότερα το ΚΚΕ «ανακάλυψε» ότι ο «Ορέστης» ήταν πράκτορας των Αγγλων). Το πτώμα της Παπαδάκη βρέθηκε ένα μήνα αργότερα.
Σε μία εποχή που είχε χαθεί το μέτρο, η Ελένη Παπαδάκη πλήρωσε με την ατίμωση και τη ζωή της το ότι υπήρξε μια σπουδαία ηθοποιός – σε ένα μικρό ποσοστό και το υψιπετές ύφος της αλλά μέχρι εκεί. Η αποκατάσταση της μνήμης της 75 χρόνια μετά είναι χρέος που έχουμε όλοι στον πολιτισμό μας. Τον πνευματικό, τον πολιτικό και τον ψυχικό.
ΠΕΠΗ ΡΑΓΚΟΥΣΗ
"Τα Νέα", 26 Οκτωβρίου 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ...

Έριχ Κέστνερ: Ο Γερμανός αξιωματικός που συνόδευε την Ελένη Παπαδάκη Ο Κέστνερ στο Άγιον Όρος κατά την Κατοχή Το μυστήριο γι...